εξαπάλαιστος

εξαπάλαιστος
ἑξαπάλαιστος, -ον (Α)
αυτός που έχει μήκος έξι παλαμών («τοῡ δὲ πήχεος ἑξαπαλαίστου», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *παλαιστος (< παλαστή «πλάτος τεσσάρων δακτύλων, παλάμη») τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. τρι-πάλαιστος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἑξαπαλαίστου — ἑξᾱπαλαίστου , ἑξαπάλαιστος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑξαπάλαιστα — ἑξᾱπάλαιστα , ἑξαπάλαιστος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”